-
1 дать
дать 1) в разн. знач. δίνω дайте, пожалуйста... δώστε, παρακαλώ... дайте им знать ειδοποιείστε τους \дать согласие συμφωνώ \дать концерт δίνω κοντσέρτο; \дать обед παραθέτω γεύμα 2) (разрешить) αφήνω, επιτρέπω дайте мне пройти επιτρέψτε μου να περάσω* * *1) в разн. знач. δίνωда́йте, пожа́луйста... — δώστε, παρακαλώ…
да́йте им знать — ειδοποιείστε τους
дать согла́сие — συμφωνώ
дать конце́рт — δίνω κοντσέρτο
дать обе́д — παραθέτω γεύμα
2) ( разрешить) αφήνω, επιτρέπωда́йте мне пройти́ — επιτρέψτε μου να περάσω
-
2 разрешить
разрешить 1) (позволить) επιτρέπω, αφήνω· \разрешитьте пройти επιτρέψτε μου να περάσω 2) (решить) λύ(ν)ω* * *1) ( позволить) επιτρέπω, αφήνωразреши́те пройти́ — επιτρέψτε μου να περάσω
2) ( решить) λύ(ν)ω -
3 разрешить
-шу, -шишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разрешенный, βρ: -шен, -пгена, -о1. ρ.σ.μ.επιτρέπω, δίνω άδεια• αφήνω•разрешить беспрепятственный вход и выход επιτρέπω ελεύθερατην είσοδο και έξοδο•
разрешить пить вино επιτρέπωνα πιει κρασί.
2. λύνω, δίνω λύση•разрешить вопрос λύνω το ζήτημα•
разрешить спор λύνω τη διαφορά.
|| διευθετώ, διακανονίζω, επιλύω•разрешить противоречия επιλύω τις αντιθέσεις.
|| απαλλάσσω• αποδεσμεύω• απελευθερώνω•разрешить кого–нибудь от обязательства απαλλάσσω κάποιον από τις υποχρεώσεις.
3. (προστκ.) -й(те) επίτρεψε, επιτρέψτε•-йте пройти επιτρέψτε μου (αφήστεμε) να περάσω.
4. παλ. θεραπεύω, επαναφέρω (όραση, ακοή, ομιλία). || μτφ. λύνω•разрешить молчание λύω τη σιωπή.
1. λύνομαι•вопрос -йлся το ζήτημα λύθηκε.
|| διαλύομαι•сомнения -лись οι αμφιβολίες διαλύθηκαν.
2. περατώνομαι, τελειώνω•дело -лось η υπόθεσητέλειωσε.
|| τερματίζομαι, καταλήγω•болознь -лась кризисом η άρρωστεια κατέληξε σε κρίση.4. γεννώ, λευτερώνομαι•ока -ла.сь от бремени αυτή γέννησε (λευτερώθηκε από το κοιλιακό βάρος).
|| δημιουργώ, φτιάχνω (μετά από μακρές προσπάθειες).